- πτόρμος
- πτόρμος, ὁ, [dialect] Aeol. for πταρμός, Jo.Gramm.Comp.3.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτόρμος — ὁ, Α (αιολ. τ.) πταρμός, φτέρνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη ρίζα τού πτάρνυμαι* με διαφορετική αντιπροσώπευση της συνεσταλμένης βαθμίδας] … Dictionary of Greek